- σιαλικός
- (I)-ή, -ό / σιαλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σίαλον]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίαλο, στο σάλιονεοελλ.φρ. α) «άνω σιαλικός πυρήνας»ανατ. πυρήνας τού εγκεφαλικού στελέχους από τον οποίο εκπορεύονται οι προγαγγλιακές παρασυμπαθητικές ίνες που περιέχονται στο προσωπικό νεύρο και προορίζονται για τον υπογνάθιο και υπογλώσσιο σιαλογόνο αδέναβ) «κάτω σιαλικός πυρήνας»ανατ. πυρήνας τού εγκεφαλικού στελέχους από τον οποίο εκπορεύονται οι ίνες που περιέχονται στο γλωσσοφαρυγγικό νεύρο και προορίζονται για την παρωτίδαγ) «σιαλικό συρίγγιο»ιατρ. συρίγγιο ενός σιαλογόνου αδένα ή τού εκφορητικού πόρου τουδ) «σιαλικά οξέα»(βιοχ.) ομάδα αμινοσακχάρων που περιέχουν 9 ή περισσότερα άτομα άνθρακα και τα οποία είναι Ν-ακυλοπαράγωγα τού νευραμινικού οξέος και αποτελούν συστατικά τού μορίου τών γαγγλιοζιτών και γενικότερα τών λιπιδίων, τών πολυσακχαριτών και τών βλεννοπρωτεϊνών.————————(II)-ή, -ό, Ν [σιάλ]1. γεωλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σιάλ2. φρ. «σιαλικά μάγματα»γεωλ. μάγματα γρανιτικής σύστασης, τα οποία σχηματίζονται στο στρώμα σιάλ τού στερεού φλοιού τής Γης.
Dictionary of Greek. 2013.